- κηδοσύνη
- κηδ-οσύνη, ἡ,A yearning, in pl., A.R.1.277, 3.462, 4.1473.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηδοσύνη — κηδοσύνη, ἡ (Α) [κηδόσυνος] θλίψη, στενοχώρια, έγνοια … Dictionary of Greek
κηδοσύνῃ — κηδοσύνη yearning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδοσύνῃσιν — κηδοσύνη yearning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)